χλωράδα

χλωράδα
η
1) зелёный цвет; 2) перен. свежесть (листвы, цветов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χλωράδα" в других словарях:

  • χλωράδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού χλωρού 2. πράσινη απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • χλωράδα — η η κατάσταση του χλωρού, η χλωρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»